Ε, όχι και αντίφαση…

Τώρα που η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή επί της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση ολοκληρώθηκε, μάλλον πρέπει να μπουν κάποια πράγματα στην θέση τους και να εξηγηθούν ορισμένες αντιφάσεις ή περίεργα. Για παράδειγμα, με το που κατέθεσε, την περασμένη Πέμπτη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης την πρόταση μομφής, ακούσαμε κορυφαίο υπουργό να δηλώνει ότι η κυβέρνηση την… «αποδέχεται», λες και μπορούσε να κάνει διαφορετικά -το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να τη μετατρέψει σε επαναβεβαίωση της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση, αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη συζήτηση. 

Επίσης, το βράδυ της ίδιας ημέρας, με αφορμή την συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Open, είδαμε τόσο το κυβερνών κόμμα, όσο όμως και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εκδίδουν ανακοινώσεις και να εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη για την στάση έναντι της πρότασης δυσπιστίας, αλλά και για όσα είπε για τις πρόωρες εκλογές. 

Επί της ουσίας, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αφού αξιοποίησαν την αυτονόητη διαβεβαίωση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι θα υπερψήφιζε την πρόταση μομφής και τη συνέδεσαν με την αρνητική απάντηση που έδωσε στην ερώτηση αν θέλει εκλογές, χρησιμοποίησαν το ίδιο επιχείρημα, από την ανάποδη, όμως, σκοπιά: εγκάλεσαν, δηλαδή, τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πως από τη μία καταψηφίζει την κυβέρνηση (υπερψηφίζοντας την πρόταση μομφής…) και από την άλλη δηλώνει πως δεν θέλει να γίνουν εκλογές.

Το επιχείρημα ακούγεται λογικό και έκτοτε, έχει υιοθετηθεί από πολλούς πολιτικούς παρατηρητές και σχολιαστές -ένθεν κακείθεν. Ωστόσο, είναι μεν λογικοφανές αλλά ελέγχεται για την πολιτική λογική του: 

Πρώτον, όταν συζητείται στη Βουλή μία πρόταση δυσπιστίας, επί της ουσίας δοκιμάζεται η δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, όποιο κόμμα βρίσκεται φύσει και θέση στην αντιπολίτευση, αν δεν υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας είναι σαν να δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.

Δηλαδή, σαν να  μετατρέπεται από κόμμα της αντιπολίτευσης σε συμπολιτευόμενο κόμμα. 

Δεύτερον, το να επιβεβαιώνει ένα κόμμα ότι παραμένει στην αντιπολίτευση και πως δεν εμπιστεύεται, ως εκ τούτου, την κυβέρνηση, δεν σημαίνει ότι αυτόχρημα και αυτονόητα ζητεί εκλογές. Πέραν της ουσίας του βασικού επιχειρήματος του Νίκου Ανδρουλάκη, ότι δηλαδή «δεν κάνεις εκλογές με 100 νεκρούς τη μέρα», που ακούγεται απολύτως λογικό, υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που προφανώς δεν στηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά δεν ζητούν εκλογές. Άλλο πράγμα να κάνεις αντιπολίτευση και άλλο να ζητάς να γίνουν εκλογές. Μπορεί απλώς κάποιος να πιστεύει στους πλήρεις εκλογικούς κύκλους, που ισχύουν για άλλες χώρες.

Βεβαίως, για την Ελλάδα που διαχρονικά η «εκλογολογία» ξεκινά την… επομένη των εκλογών, τέτοιες αναλύσεις ίσως να μην είναι συνηθισμένες.

Όμως, σε κάθε περίπτωση, το να καταψηφίζει κανείς την κυβέρνηση υπερψηφίζοντας μία πρόταση δυσπιστίας ουδόλως συνεπάγεται πως ζητεί εκλογές.

ΥΓ: Αφήστε που, με βάση το τυπικό του Συντάγματος, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να «περάσει» και να χάσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως εκλογές. Αντιθέτως, σε μία τέτοια περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να επιστρέψει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη συνέχεια εκείνη να διεκπεραιώσει την διαδικασία των διερευνητικών εντολών, είτε έως ότου να καρποφορήσει κάποια εξ αυτών, είτε για να περάσει στο επόμενο στάδιο, που είναι η σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών για να προκύψει κυβερνητική λύση. Μόνο αν και τότε δεν προέκυπτε κάποια συμφωνία θα οδηγείτο η χώρα σε εκλογές, αφού ο συνταγματικός νομοθέτης έχει φροντίσει, τόσο με το «πνεύμα» όσο και με το «γράμμα» του Συντάγματος, οι εκλογές να αποτελούν την τελευταία λύση, όταν είναι αναπόφευκτες.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή