Δυο δικαστικές αποφάσεις που ανοίγουν διάπλατο «παράθυρο» για την επιστροφή των καταργημένων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και Επίδομα Αδείας σε δημοσίους υπαλλήλους αποκαλύπτει σήμερα η εφημερίδα μας. Οι αποφάσεις αυτές των Ειρηνοδικείων Καλαμάτας και Λαμίας ουσιαστικά θεωρούν αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις με τις οποίες η κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου έκοψε τον 13-14ο μισθό και ανοίγει διάπλατα το δρόμο για αξιώσεις που αν δικαιωθούν και σε ανωτέρα δικαστήρια μπορούν να ανατρέψουν τα δεδομένα. Συγκεκριμένα, με το ίδιο πάνω κάτω σκεπτικό με την απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας που δικαίωσε πέντε δικαστικούς υπαλλήλους, το Ειρηνοδικείο Λαμίας δικαιώνει 34 υπαλλήλους ΙΔΑΧ του δήμου Λαμιέων, υποχρεώνοντας στον ΟΤΑ να καταβάλει τους 13ους και 14ους μισθούς που δεν έχουν παραγραφεί.
Τόσο η απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας όσο και αυτή του Ειρηνοδικείο Λαμίας, επικαλούμενες το άρθρο 106 του Συντάγματος, χαρακτηρίζουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις του Ν 4093/2012 με το οποίο εγκρίθηκαν οι συγκεκριμένες περικοπές τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, . να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων – κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων – προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία (βλ. ΟλΣτΕ 1286/2012), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών ή συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα και εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους».
Με βάση αυτό το σκεπτικό η απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαμίας υποχρεώνει το δήμο Λαμιέων να καταβάλει στους 34 υπαλλήλους που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη «τα ποσά που αναλογούν στα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 28.5.2015», δηλαδή 2.000 ευρώ σε καθέναν με το νόμιμο τόκο
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Είχε προηγηθεί τον περασμένο Σεπτέμβριο η απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας με την οποία δικαιώθηκαν υπαλλήλοι και δινόταν εντολή στο Δημόσιο να τους καταβάλει τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Το Ειρηνοδικείο μάλιστα, αντέκρουσε τους ισχυρισμούς περί δημοσιονομικού ελλείμματος που επέβαλαν τις περικοπές. Στο Ειρηνοδικείο είχαν προσφύγει με αγωγή τους 5 δικαστικοί υπάλληλοι της Καλαμάτας, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων. Η υπόθεση δεν είναι η μοναδική, καθώς ακολουθεί τους επόμενους μήνες η εκδίκαση της αγωγής που έχουν καταθέσει οι μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι της Καλαμάτας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Καλαμάτας.
Καθώς αυτά τα οφειλόμενα παραγράφονται μετά τη διετία, οι εν λόγω προσφεύγοντες δικαστικοί υπάλληλοι δικαιώθηκαν για τα επιδόματά τους για τα έτη 2014 – 2015. Η απόφαση, που μπορεί να αποτελέσει «πολιορκητικό κριό» για χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, αναφέρεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου: «Τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά, και παράγουν, κατά την επικρατούσα στη θεωρία άποψη, ένα “σχετικό κοινωνικό κεκτημένο”, η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες το έχουν περισσότερη ανάγκη». Ακολούθως στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στους νόμους και στις περικοπές που επήλθαν από τα μνημόνια και επισημαίνεται από την εισηγητική έκθεση του νόμου: «Ουδόλως προκύπτει ότι τα λαμβανόμενα μέτρα ήταν αναγκαία, αλλά και τα μόνα ικανά και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό τηρουμένων και των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας».
«Επίσης, ακόμη και αν ήθελε κριθεί πως τα επίδικα μέτρα ήταν πρόσφορα, ο νομοθέτης όφειλε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για την επίτευξη των επιδιωκόμενων δημοσίων σκοπών. Επομένως, πριν από την κατάργηση των δώρων και του επιδόματος αδείας, όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου, οδηγούν σε επιτρεπτή μείωση του επιπέδου ζωής των μισθωτών. Ως εκ τούτου, για τη θέσπιση των ανωτέρω περικοπών δεν αρκεί η επίκληση, αορίστως, του σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος, αλλά η τεκμηρίωση με τη δέουσα σαφήνεια και παράθεση αναλυτικών στοιχείων, του λόγου για τον οποίο η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων είναι η μόνη πρόσφορη και αναγκαία λύση για την αποφυγή του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας».
«Όμως, η περικοπή των δώρων και του επιδόματος αδείας, που έχουν νομοθετηθεί σε συνέχεια των αναφερόμενων νόμων με τους οποίους περικόπηκαν οι αποδοχές των μισθωτών, επιβαρύνει σωρευτικά την ίδια ομάδα πολιτών (μισθωτών) και, ως εκ τούτου, η επιβάρυνση αυτή είναι εξόφθαλμα δυσανάλογη, ιδίως για όσους υπηρετούν στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές απώλειες. Επιπλέον, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν πλήττουν, κατ’ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφετέρου, με αποτέλεσμα οι μεν υψηλόμισθοι να εξακολουθούν να διατηρούν ένα ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, οι χαμηλόμισθοι, όμως, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, οδηγούνται στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση καλούμενοι να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη κατά προφανή αναντιστοιχία με τις δυνάμεις τους».
Μάλιστα, η απόφαση καταλήγει δικαιώνοντας τους υπαλλήλους, με το αιτιολογικό ότι οι περικοπές αυτές «στερούν το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης χαμηλόμισθων Ελλήνων μισθωτών» και διατάσσει την καταβολή των δώρων και, μάλιστα, με το νόμιμο τόκο.