«Χρυσοί» χορηγοί των νεοναζί με «γαλάζια» απόχρωση

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ

Δεν έπεσε κανείς από τα σύννεφα όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε «όχι» στο Μακεδονικό. Όλοι ξέρουμε αφενός ότι η ελληνική Δεξιά ουδέποτε «χώνεψε» την πραγματική εθνική γραμμή περί «σύνθετης ονομασίας», αφετέρου ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δε θα ρίσκαρε να «κοπεί» το κόμμα του στην μέση και να βάλει απέναντί του τους «σαμαρικούς» και λοιπούς ακραίους της ΝΔ.

Ωστόσο, αυτό που όντως δεν περίμενε κανείς ήταν να φλερτάρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με δεδομένο το προφίλ που είχε καλλιεργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, είτε με εθνικιστικά συλλαλητήρια, είτε με τη στοχοποίηση των πολιτικών, είτε με θεωρίες που χωρίζουν τους πολιτικούς σε λιγότερο και περισσότερο «πατριώτες», αλλά και σε «προδότες» -ή, έστω, «μειοδότες».

Κι όμως, σε αυτή την ρητορική δεν πλειοδότησε μόνο η «σαμαρική» και η ακραία δεξιά πτέρυγας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ουδέποτε πήρε σαφείς αποστάσεις από τα συλλαλητήρια –κι αυτό παρότι ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έχει ως θέση τη σύνθετη ονομασία, ενώ τα συλλαλητήρια στήριζαν την γραμμή του ’92 περί «μη χρήσης του όρου Μακεδονία και παραγώγων του».

Αντιθέτως, με φράσεις του τύπου «να δώ πώς θα κυκλοφορήσει ο πρωθυπουργός στην Θεσσαλονίκη», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φλέρταρε με τους έξαλλους και τους ακραίους –ακόμη και μ’ αυτούς που στη συνέχεια απείλησαν την ζωή του δημάρχου της πόλης, Γιάννη Μπουτάρη.

Συν τοις άλλοις, με την περίφημη φράση «δε θα διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς», ο πρόεδρος της ΝΔ αμφισβήτησε εμμέσως πλην σαφώς τον πατριωτισμό της κυβέρνησης. Κι αυτά την ώρα που άλλα «μπουμπούκια» της Κεντροδεξιάς χαρακτήριζαν τη κυβέρνηση «σκοπιανότερη των Σκοπιανών» και έθεταν ευθέως θέμα προδοτών, την ώρα που ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος έκανε λόγο από βήματος Βουλής για «κυβέρνηση εθνικής μειοδοσίας» -για να εξηγήσει αργότερα ότι δήθεν, με την μειοδοσία εννοούσε ότι η κυβέρνηση πήρε… λιγότερα απ’ όσα «έδωσε».

Σε κάθε περίπτωση, αυτά ανήκουν στην πολιτική Ιστορία, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Δεν είναι, όμως, μόνο έτσι. Διότι αυτή η ρητορική περί «προδοτών» και λιγότερο «πατριωτών» έστρωσε τον δρόμο για την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής. Σε όλες τις μετρήσεις, η κομματική έκφραση του νεοναζιστικού μορφώματος έχει ξεπεράσει το 9%, ενώ στην Βόρεια Ελλάδα τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής βρίσκονται «καθαρά» σε διψήφιο ποσοστό.

Γιατί, για μία ακόμη φορά, επιβεβαιώθηκε ένας άγραφος κανόνας της πολιτικής: πως όταν μία μεγάλη, συστημική δύναμη υιοθετεί ακραία ατζέντα για να ανακόψει την διαρροή ψηφοφόρων προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, το μόνο που κάνει είναι να «ξεπλύνει» αυτή την ατζέντα και να πριμοδοτήσει έτι περαιτέρω το «αυθεντικό» -γιατί σε κανέναν δεν αρέσουν οι απομιμήσεις. Την ώρα, δηλαδή, που η ΝΔ υιοθετούσε και νομιμοποιούσε την ακραία ατζέντα, διαβεβαίωνε ότι η επίσημη γραμμή της είναι η «σύνθετη ονομασία». Και κάπως έτσι, «έστελνε» ψηφοφόρους στη νεοναζί συμμορία. Μόνο, που ακριβώς επειδή δεν μιλάμε για ένα ακραίο κόμμα, αλλά για την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η ΝΔ δεν χρεώνεται απλώς ένα μικροκομματικό παιχνίδι γαι μία χούφτα ψήφους,  αλλά για ένα κανονικό παιχνίδι με τη φωτιά.

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή