Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ, ΩΡΑ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΛΕΕΙ Η ΕΘΝΙΚΗ
Επιπλέον επενδύσεις στον τουρισμό ύψους 5,5 δισ. θα χρειαστεί η χώρα μέχρι το 2023, για να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση από το εξωτερικό, τονίζεται σε μελέτη της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ).
Οι επενδύσεις, θα μπορούσαν να στηρίξουν άμεσα την αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής Οικονομίας, δίνοντας «ανάσα» για άνοδο μέχρι και 1,3% στο ετήσιο ρυθμό αύξησης του. Μία αύξηση υπερδιπλάσιο από επιδόσεις της περασμένης δεκαετίας, η οποία σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης μπορούν να βοηθήσουν τα μέγιστα στην αύξηση των εσόδων του Δημοσίου.
Σύμφωνα με την μελέτη, η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμφανίζει ισχυρή ανοδική δυναμική τα τελευταία χρόνια ενισχύοντας το ρόλο της ως βασικού πυλώνα της οικονομίας και του μοναδικού κλάδου της οικονομικής δραστηριότητας που ανταπεξήλθε στην πρωτοφανή κρίση και μεταφράζονται σε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,4%.
Στην έκθεση, εκτιμάται ότι η παραγόμενη προστιθέμενη αξία που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε επισκέπτες από το εξωτερικό, αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2015, συγκριτικά με αύξηση των τουριστικών εισπράξεων της τάξης του 2,1%.
Στον κλάδο παροχής καταλύματος και εστίασης το συνολικό παραγόμενο προϊόν αυξήθηκε κατά 2,2% ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ!
Την περίοδο 2011-15 διαπιστώνεται μια ισχυρή αύξηση +3,3% του ΑΕΠ ή 5,9 δις ευρώ , που αντισταθμίστηκε μόνο μερικώς από την μείωση της παροχής υπηρεσιών προς ημεδαπούς κατά 1,1% του ΑΕΠ.
Οι ανωτέρω θετικές τάσεις παραγωγής υπηρεσιών σχετίζονται μεταξύ άλλων με:
Τη σημαντική ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των ξενοδοχειακών υποδομών της χώρας που βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη σταδιακή ολοκλήρωση και λειτουργία σημαντικών επενδύσεων — που είχαν δρομολογηθεί πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και κορυφώθηκαν την περίοδο 2006-2008 — σε συνδυασμό με επενδύσεις ανακαίνισης/αναβάθμισης των υφιστάμενων τουριστικών μονάδων τα τελευταία χρόνια.
Η ποσοτική αναβάθμιση αντανακλάται στην αύξηση της συνολικής ξενοδοχειακής δυναμικότητας κατά 10% σε όρους δωματίων μεταξύ 2007 και 2015. Σημειώνεται ότι, ο μέσος χρόνος υλοποίησης μίας κατασκευαστικής επένδυσης στον ξενοδοχειακό κλάδο ανέρχεται στα 3-4 χρόνια.
Σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των υποδομών, καθώς η προσθήκη νέων μονάδων υψηλότερης ποιότητας, σε συνδυασμό με το κλείσιμο παλαιότερων, ώθησε το μερίδιο των ξενοδοχείων υψηλής ποιότητας 4-5 αστέρων στο 40,6% της συνολικής δυναμικότητας από 38% το 2008, ποσοστό υψηλότερο από το μέσο όρο Ιταλίας και Ισπανίας και αντίστοιχο με αυτό της Πορτογαλίας.
Η θετική αλληλεπίδραση της προσφοράς με τις τάσεις της ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες ήταν επίσης σημαντική. Η σταθερή αύξηση του μεριδίου των αφίξεων τουριστών από αγορές υψηλότερου εισοδήματος για δαπάνη σε τουριστικές υπηρεσίες και αύξησαν τη ζήτησης για υπηρεσίες αυξημένης προστιθέμενης αξίας, στην οποία μπόρεσε να ανταποκριθεί με επιτυχία ο κλάδος.
Όπως τονίζεται, στη μελέτη, θα χρειαστούν πρόσθετες επενδύσεις σε ξενοδοχειακή δυναμικότητα και εξοπλισμό άνω των 5,5 δις ευρώ ή 3,1% του ΑΕΠ, την περίοδο 2017-2023, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή εξυπηρέτηση της ζήτησης από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις ο ξενοδοχειακός, κλάδος θα αγγίξει τα όρια της δυναμικότητάς του κατά τους μήνες αιχμής το 2018, καθιστώντας επιτακτική την έγκαιρη υλοποίηση νέων επενδύσεων, δεδομένου και του σημαντικού χρόνου που απαιτείται για την υλοποίησή τους.
Οι επενδύσεις αυτές, εκτός από την άμεση ώθηση στο ΑΕΠ από το σκέλος της δαπάνης, θα επαυξήσουν τη δυνατότητα δημιουργίας νέας προστιθέμενης αξίας συνεισφέροντας περίπου 1,3% στο μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της προηγούμενης δεκαετίας.
Στο πλήρες κείμενο του δελτίου στα αγγλικά περιλαμβάνεται περιγραφή της μακροοικονομικής συγκυρίας και προβλέψεις της Δ/σης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας