Να οφείλεται άραγε στην καλοκαιρινή ένδεια-αυτό που ο αείμνηστος Ουμπέρτο Εκο έλεγε πως «τον Αύγουστο δεν έχει ειδήσεις»-ή στην αντιπολιτευτική φρενίτιδα;
Πάντως, αυτού του είδους η «χωρίς θέμα» αντιπολίτευση, δε νομίζουμε ότι προάγει το δημόσιο διάλογο. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για επανάληψη («περσινά ξινά σταφύλια», που θα έλεγε και ο κ. Αλεξιάδης). Ο λόγος, για την υποτιθέμενη πρόθεση της κυβέρνησης, για διεξαγωγή, λέει, δημοψηφίσματος, σε σχέση με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Καλούν, μάλιστα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αυτόκλητοι συμβουλάτορες, να αντιταχθεί σε αυτή την πρόθεση. Καλό το αφήγημα, αλλά δεν έχει δράκο. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει αντικείμενο. Πρώτον, γιατί δεν έχει εκδηλωθεί τέτοια πρόθεση, έστω και με πλάγιο τρόπο, από κυβερνητικής πλευράς, όσοι δε είναι σε θέση να γνωρίζουν τα κυβερνητικά ενδότερα, διαβεβαιώνουν ότι δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα.
Δεύτερον και κυριότερο, γιατί το ίδιο το Σύνταγμα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Όχι μόνο σε ότι αφορά την, αρκούντως αυστηρή, διαδικασία αναθεώρησης, που προβλέπει το άρθρο 110 του Καταστατικού μας Χάρτη, αλλά και ως προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Προς άρση κάθε παρεξήγησης, παραθέτουμε το σχετικό εδάφιο (άρθρο 44 παρ. 2): «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα, προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με διάταγμα, για ψηφισμένα νομοσχέδια, που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών».
Είναι τόσο σαφείς οι σχετικές διατάξεις, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο, για να σκεφτεί κανείς, το ενδεχόμενο παράκαμψης. Γι` αυτό, τέτοιο θέμα, εκ των πραγμάτων, δεν υφίσταται, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση, που θα περνούσε από το μυαλό κάποιων. Η όποια σύγκριση δε με το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, είναι απολύτως ατυχής, σε ότι αφορά το επίπεδο της τυπικής νομιμότητας, αφού, σε εκείνη την περίπτωση, τηρήθηκαν κατά γράμμα, όσα προβλέπονται στο εδάφιο, που παραθέσαμε. Είναι άλλης τάξεως ζήτημα, οι πολιτικές παράμετροι εκείνου του δημοψηφίσματος, αλλά αυτές αφορούν τις πολιτικές δυνάμεις και τους σχολιαστές και όχι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που δε θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά, ασκώντας «δέσμια» αρμοδιότητα. Προς τι, λοιπόν, η ανακίνηση ανύπαρκτων ζητημάτων, με απόπειρα εμπλοκής και του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα;
ΛΕΥΤ. ΚΑΝΑΣ