Εκείνη την μπόρα των καιρών με το ένδυμα του τρόμου που καλπάζει παγετώδης από τον γκρίζο λόφο με τους ρημαγμένους κίονες…
Εκείνο το πνιγηρό απόγευμα της ευνουχισμένης αναμονής και της αγρυπνίας που μας καίει τα μάτια… Εκείνη η νοθογένεια αναμονή που στοιβάζει τους νεκρούς θεούς στις πνιγηρές αποθήκες της ψυχής μας… Είναι τα μόνα που μου απέμειναν!
Μνήμη λυσσόδηκτος, μοίρα μεταστατική, φυματιώδης!
Κανένας δεν επιθυμεί να ακολουθήσει τις κακοτράχαλες ορεινές ατραπούς, τις ποώδεις κλειστοφοβικές διαβάσεις, το αναπάντεχο μέγεθος των βοσκοτόπων με τα πράσινα έλη και τα γκριζοπράσινα ύδατα. Κανείς δεν κατάλαβε την υπόγεια φλόγα που συνέχιζε να καίει κάτω απ’ τα πόδια μας, το φόβο και την ικεσία στα παγωμένα πρόσωπα των οδοιπόρων… Κανείς δεν ξέρει γιατί ήρθαν ή γιατί γύρισαν από μακριά.
Στις νοτισμένες νύχτες του καλοκαιριού που μυρίζουν κομμένο χόρτο και θάνατο, κανείς πλέον δεν απαιτεί, κανένας δε σκέπτεται να αντιπαραταχθεί. Έξω, στις σκονισμένες πλαγιές πεθαίνει πεινασμένο το όνειρο, τελειώνουν τα παλιά τραγούδια και τα παραμύθια σβήνουν στα μάτια των μικρών παιδιών, καθώς ο χρόνος κινείται αργά αναστενάζοντας σαν τη γηραιά κυρία στην ανηφόρα. Αναρωτιέμαι, τι να ήταν άραγε αυτό που συνέβη; Τι να ήτανε τάχα εκείνο που μας παραπλάνησε οδοιπόρους σε ατέλειωτες αποστάσεις;
Κλειστά παράθυρα και μαύρα σεντόνια που κρέμονται απ’ τα μπαλκόνια μας καλωσορίζουν σ΄ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, σ’ ένα μακρύ οδοιπορικό στους αμμολόφους των νεκροπόλεων. Νεκρές ελπίδες φέρνει η βροχή και διαμελισμένα όνειρα. Σε λίγο θα σκορπίσουν στους υπέργηρους αγρούς αμέτρητα αποσυντεθημένα μέλη εκτελεσμένων εξεγέρσεων και βαριά η όξινη οσμή του θανάτου θα πνίξει την πόλη.
Βουβός ο αρχηγός με κινήσεις νευρόσπαστου θα συνεχίζει να δείχνει το δρόμο, μα δεν υπάρχουν μάτια να τον δουν, πόδια να τον ακολουθήσουν. Όλα σωριάστηκαν… Και πέρα απ’ τα ερείπια των ναών και τους χρησμούς των Μαντείων τίποτα άλλο δεν έχει απομείνει.
Όλα τα σκέπασε η σκόνη των ανίερων πεπραγμένων, ο εμβληματικός ήχος των επετείων παρελάσεων, η σπουδή της περισυλλογής των παλαιών οστών, ο σπόρος που ραγίζει και πεθαίνει πριν καλά-καλά τον αγκαλιάσει το χώμα.
Ούτε από την ημέρα της λιτάνευσης του Πολιούχου με τα τελετουργικά ψέματα και τους πύρρειους λόγους, τους όρκους και τα επαναστατικά κηρύγματα κάτι απέμεινε πάλι. Σ’ εκείνη την ημέρα των όρκων και των περιπαθών λόγων καταφεύγω ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, ενώ με ταριχεύουν χέρια μαεστρικά, επιδέξια.
Και όπως σφίγγει η σιδηρά στεφάνη το κρανίο, τη θρυμματισμένη εικόνα σου μάταια προσπαθώ να ανακαλέσω, καθώς μου ράβουν τα μάτια με ατσάλινες κλωστές και μου παραγεμίζουν το στόμα με ικεσίες και συγγνώμες.
Η Γερμανία αρνείται συστηματικά να πληρώσει στην Ελλάδα τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις. Στις 2 Ιουλίου 2011, ο Γάλλος οικονομολόγος και σύμβουλος της Γαλλικής κυβέρνησης Jacques Delpla δήλωσε ότι οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανέρχονται σε 575 δισεκατομμύρια δολάρια (Les Echos, Saturday, July 2, 2011). Ζητούμε από την Γερμανική Κυβέρνηση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα, πού εκκρεμούν για πολλές δεκαετίες, πληρώνοντας το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, και πολεμικές επανορθώσεις ανάλογες των υλικών ζημιών, των εγκλημάτων και των λεηλασιών που διέπραξε η πολεμική μηχανή των Γερμανών.
Χάρρυ Κλυνν