Αρση ασυλίας του Μεϊμαράκη έχουν ζητήσει οι ανακριτές

Επι 5 μηνες το ειχε κουκουλωσει η Ζωη στη Βουλη!

Για το γιγαντιαιο σκανδαλο των υποβρυχιων

Την αρση της ασυλίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη καθώς και των Ευάγγελου Βενιζέλου, Άκη Τσοχατζόπουλου και Γιάννου Παπαντωνίου, είχαν ζητήσει οι αρμόδιες δικαστικές αρχές μετά το ανακριτικό πόρισμα του ΥΠΕΘΑ, που ενέπλεκε και το σημερινό πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας στο γιγαντιαίο σκάνδαλο με τα υποβρύχια.

Σύμφωνα με το επίμαχο πόρισμα που πέρασε στα χέρια των ανακριτών και στη συνέχεια διαβιβάστηκε στη Βουλή, η εμπλοκή του τότε υπουργού Εθνικής Αμύνης Ευάγγελου Μεϊμαράκη, συνίσταται στη χρηματοδότηση του γερμανικού ομίλου HDW που είχε αναλάβει να υλοποιήσει την αμαρτωλή σύμβαση για την κατασκευή των υποβρυχίων παρά το γεγονός ότι δεν εκτελούσε τις εργασίες που προέβλεπε η σχετική συμφωνία. Η γερμανική εταιρεία δεν προσήλθε καν να υπογράψει την τροποποίηση της σύμβασης που είχε προτείνει τότε το ΥΕΘΑ, ενώ είχε σταματήσει τις εργασίες στο υποβρύχιο «Ωκεανός». Παρά ταύτα ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης ενέκρινε πίστωση 104.198.308,40 εκατομμύρια ευρώ τα οποία κατάληξαν στο γνωστό σύμπλεγμα των εταιρειών HDW και της υποκατασκευάστριας εταιρείας FERROSTAAL. Πρόκειται για τις δύο γερμανικές εταιρείες οι οποίες μαζί με την ΜΙΕ του Μιχάλη Ματαντού έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διακίνηση μαύρου χρήματος, που προορίζονταν για τις διακριτικές πληρωμές όπως ονόμαζαν τις μίζες οι οποίες κατέληγαν σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, κόμματα, ανώτερους αξιωματικούς και άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής. Το σκάνδαλο των ναυπηγείων και η προμήθεια των υποβρυχίων είναι διαρκές και αρχίζει με την υπογραφή της αμαρτωλής σύμβασης από το δίδυμο Άκη Τσοχατζόπουλου και Γιάννη Σμπώκου και καταλήγει μέχρι σήμερα αφού ο Ισκαντάρ Σαφά, που ανέλαβε την ναυπήγηση των υποβρυχίων για να απαλλάξει τους Γερμανούς από τις ποινικές και αστικές ευθύνες εξαφανίστηκε, αφού άρπαξε εξακόσια εκατομμύρια ευρώ από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης.

Η εμπλοκή του Ευάγγελου Μεϊμαράκη αρχίζει το καλοκαίρι του 2006 όταν βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις της κύριας σύμβασης που αφορούσαν τον προσδιορισμό της επέκτασης του χρονοδιαγράμματος του υποβρυχίου «Ωκεανός» και τον προσδιορισμό της αύξησης του συμβατικού τιμήματος. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης Ευάγγελος Μεϊμαράκης στις 27.9.2007 να αποφασίσει να μην εγκριθεί η τροποποίηση με αριθμό 7 και να γίνει επαναδιαπραγμάτευση των όρων.

Ο ανάδοχος δεν προσήλθε να υπογράψει προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, προφάσεις και οικονομικές απαιτήσεις, όπως, την άμεση καταβολή του χρηματικού ποσού των 108 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να «επανεξετάσει το ζήτημα», όπως δήλωσε στις 26-5-2009 (βλ. το πρακτικό διαπραγματεύσεων, με αριθμό 18/26-5-2009). Για άγνωστο λόγο και παρά την μεγάλη καθυστέρηση, η οποία είχε παρατηρηθεί, εκ μέρους του ανάδοχου επί της εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων (όπως προαναφέρθηκε το Υ/Β ΩΚΕΑΝΟΣ έπρεπε να έχει παραδοθεί από το Νοέμβριο του 2007), τον Ιούνιο του 2009 καταβλήθηκε, από το ελληνικό δημόσιο στον ανάδοχο, το χρηματικό ποσό των 104.198.308,40 ευρώ μετά από έλεγχο νομιμότητας της δαπάνης από τον Επίτροπο Ελεγκτικού Συνεδρίου, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος του χρηματικού ποσού που είχε μέχρι τότε καταβληθεί στον ανάδοχο να ανέρχεται σε 637.782.157,06 ευρώ, δηλαδή στο ποσοστό 77% του αρχικού συμβατικού τμήματος, με μια επιφύλαξη επί της ορθότητας του παραπάνω ποσοστού, λόγω των συμβατικών αναπροσαρμογών όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρα Αντιπλοιάρχου (Ο) Αγγελικής-Ελένης ΜΑΓΟΥΛΑ. Παρά ταύτα, η τροποποίηση με αριθμό 7 ούτε τότε υπεγράφη, με ευθύνη του αγοραστή, ο οποίος, στις 9-6-2009 συνέδεσε ευθέως το υπό κρίση πρόγραμμα με εκείνο της κατασκευής των υποβρυχίων τύπου 214 (σχετική η από 9-6-2009 επιστολή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της TKMS προς το Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων). Με την επιστολή αυτή τέθηκε ως προϋπόθεση, για την υπογραφή της τροποποίησης με αριθμό 7, η αποδοχή, από τον αγοραστή, των προτάσεων του αναδόχου, σε ό,τι αφορούσε την εξέλιξη του προγράμματος των υποβρυχίων τύπου 214, οι διαπραγματεύσεις επί των οποίων είχαν διακοπεί. Στις 21-9-2009, ενώ ήταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, σε μια έσχατη προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας, τα μεν Ελληνικά Ναυπηγεία κατήγγειλαν την κύρια σύμβαση, η δε γερμανική HDW τη σύμβαση Α’. Επί πλέον, τόσο ο κύριος ανάδοχος, όσο και ο κύριος υποκατασκευαστής ζήτησαν και τη λύση της σύμβασης ΑΩ, που απέρρεε από το υπό κρίση πρόγραμμα. Εν όψει της εξέλιξης αυτής, έπαυσαν οι εργασίες επί του Υ/Β ΩΚΕΑΝΟΣ, εκ μέρους δε του δημοσίου ζητήθηκε, από το Πολεμικό Ναυτικό, να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία και διαφύλαξη του εν λόγω υποβρυχίου και να αποχωρήσει το προσωπικό του Πολεμικού Ναυτικού, του Ναυτικού Κλιμακίου Κιέλου από τις εγκαταστάσεις της HDW. Στις 28-9-2009 απεστάλη, από τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων ΓΔΑΕΕ έγγραφο στον κύριο ανάδοχο και κύριο υποκατασκευαστή, στο οποίο επεσήμανε ότι θεωρούσε την καταγγελία των συμβάσεων παράνομη και καταχρηστική, καθιστούσε δε τα Ελληνικά Ναυπηγεία υπεύθυνα για τη φύλαξη των τριών υποβρυχίων τύπου 214 και του Υ/Β ΩΚΕΑΝΟΣ στις εγκαταστάσεις του Σκαραμαγκά καθώς και του Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, στο Κίελο.

Οι ευθύνες της κ. Κωνσταντοπούλου

Για πέντε μήνες η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου κρατούσε θαμμένη την εισαγγελική παραγγελία για άρση της ασυλίας. Ενώ είχε ανακοινώσει στο σώμα τυπικά την ύπαρξη του εγγράφου, στη συνέχεια δεν κίνησε τις διαδικασίες που προβλέπονται από τα άρθρα 86 Σ 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και τις διατάξεις του νόμου 3126 του 2003, όπως ισχύει. Για πέντε μήνες η Ζωή Κωνσταντοπούλου κρατούσε στα συρτάρια της Βουλής ένα τεράστιο ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος που έπρεπε να διερευνηθεί, ενώ έβρισκε χρόνο για τη συγκρότηση διάφορων επιτροπών για το χρέος και άλλες ανώδυνες επικοινωνιακές μπαρούφες. Προφανώς η Ζωή Κωνσταντοπούλου ή δεν ενδιαφέρεται για τη διαφάνεια στην πολιτική ζωή και τη διερεύνηση των σκανδάλων, όταν μάλιστα το έγγραφο διαβιβάζεται από τους αρμόδιους εισαγγελείς που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς και τα εξοπλιστικά προγράμματα ή είχε δική της ατζέντα και έπαιρνε αποφάσεις αλά καρτ. Το χρονικό της διερεύνησης της υπόθεσης Μεϊμαράκη ξεκινάει μετά από προκαταρκτική εξέταση από τον Γ’ Αναθεωρητή Αντιεισαγγελέα Δημήτρη Ζαφειρόπουλο και στις 29 Αυγούστου του 2014 υποβλήθηκε δικογραφία. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργήθηκε μετά τις αποκαλύψεις του νομικού συμβούλου του ΥΕΘΑ Δημοσθένη Μπακόπουλου σε τηλεοπτική εκπομπή.

Η δικογραφία αυτή, μαζί με τα σχετικά συνημμένα έγγραφα και δύο αναφορές του Γ’ Αναθεωρητή Εισαγγελέα, στάλθηκε στην Εισαγγελία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου στις 29-8-14, με αριθμό πρωτοκόλλου 4017. Η Εισαγγελία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εφόσον πρόκειται για διερεύνηση τυχόν ευθυνών πολιτικών προσώπων, όφειλε να διαβιβάσει τη δικογραφία στον Άρειο Πάγο. Η διαβίβαση πραγματοποιήθηκε στις 21/1/2015 με αριθμό πρωτοκόλλου 666 (και ειδικό πρωτόκολλο ποινικού 518), ήτοι πέντε μήνες από την αρχική υποβολή της και λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.

Αμέσως η Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου, διαβίβασε ως όφειλε στην αντιεισαγγελέα εφετών κατά της Διαφθοράς Ελένη Ράικου για τη σύμφωνη γνώμη της με αριθμ. πρωτ. 518/22-1-2015. Η δικογραφία πρωτοκολλείται στο γραφείο εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 85/23-1-2015. Μετά από δύο μέρες η Εισαγγελέας Διαφθοράς παραγγέλνει στους επίκουρους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς Α. Ελευθεριάνο και Π. Παπανδρέου τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Οι τελευταίοι συμφωνούν ότι πρέπει να διενεργηθούν οι περαιτέρω νόμιμες ενέργειες και διαβιβάζουν παραχρήμα τη δικογραφία, χωρίς αξιολόγηση, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 30-1-2015.

Η Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου διαβιβάζει τη δικογραφία στον υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Παρασκευόπουλο στις 3 Φεβρουαρίου. Ο υπουργός Δικαιοσύνης με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 6996/9-2-2015 διαβιβαστικό του έγγραφο διαβίβασε τη δικογραφία προς την Πρόεδρο της Βουλής, όπου πρωτοκολλήθηκε στις 11-02-2015 με το υπ’ αριθμ. Πρωτοκόλλου 88/11-02-2015. (σχετικό 1).

Μετά τη συγκεκριμένη διαδικασία, εφαρμοστέες ήταν η διάταξη του άρ. 153 του Κανονισμού της Βουλής (όπως τροποποιήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ της από 6.12.2001 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής [ΦΕΚ 284Α΄/18.12.2001]).

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή