Ο Άκης Τσοχατζόπουλος βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό, στη Γερµανία, για επαγγελµατικούς-βιοποριστικούς λόγους, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία στην Ελλάδα.
Εκεί συναντήθηκε µε τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον ακολούθησε στην ίδρυση του ΠΑΚ. Ήταν η αρχή µιας συναρπαστικής πορείας, που συνεχίστηκε στην Ελλάδα, µε το ΠΑΣΟΚ.
Ο «ωραίος Μπρούµελ», όπως αποκαλούνταν, λόγω του ωραίου παρουσιαστικού και της αποδοχής από το άλλο φύλλο, συµµετείχε στην «πρώτη γραµµή» του σκληρού αγώνα κατά της δικτατορίας, µε τις πιο δυναµικές µορφές αντίστασης, από τις τάξεις του ΠΑΚ. Συµµετείχε και στην κρίσιµη σύσκεψη, µετά την πτώση της δικτατορίας, στην πόλη Βίντετουρ, στην Ελβετία, περί των 80 στελεχών του ΠΑΚ, όπου αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση της οργάνωσης και η επιστροφή στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντας, µετά τις αρχικές επιφυλάξεις, ότι συντελούνταν µια ουσιαστική πολιτική αλλαγή, που δηµιουργούσε τις προϋποθέσεις νόµιµης και ελεύθερης πολιτικής δραστηριότητας.
Εννοείται πως συµµετείχε στις διεργασίες ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, ήταν παρών στην εκδήλωση ανακοίνωσης του νέου εγχειρήµατος και µετείχε στη σύνθεση του πρώτου Εκτελεστικού Γραφείου του Κινήµατος, µε τη συµµετοχή και στελεχών προερχόµενων από τη «Δηµοκρατική Άµυνα». Υπήρξε θα λέγαµε «ισόβιο» µέλος του κορυφαίου καθοδηγητικού οργάνου, µέχρι το 2004, όταν άρχισε η πτώση.
Μέχρι το 1981, όπως άλλα σηµαίνοντα στελέχη (Γεννηµατάς, Λαλιώτης κ.λ.π.) βρισκόταν στο ηµίφως, καθώς περιορίστηκε στην κοµµατική δραστηριότητα, συµβάλλοντας στην οικοδόµηση του ρωµαλέου κοµµατικού οργανισµού, που ανέδειξε το ΠΑΣΟΚ, σε πολύ σύντοµο χρόνο, όχι µόνο σε πλειοψηφική πολιτική και κυβερνητική δύναµη, αλλά και σε ηγεµονικό παράγοντα της δηµόσιας ζωής.
Τον Οκτώβριο του 1981, µετά την εκλογική νίκη, πέρασε στην πρώτη γραµµή, εκλεγόµενος βουλευτής, στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και συµµετέχοντας ανελλιπώς στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ως υπουργός Δηµοσίων Έργων, Εσωτερικών και Επικρατείας.
Το φθινόπωρο του 1990, στο δεύτερο συνέδριο του Κινήµατος, σήµανε την κοµµατική του αναβάθµιση, µε την εκλογή του, από την Κεντρική Επιτροπή, στη νεοσύστατη θέση του γραµµατέα, αξίωµα που τον καθιστούσε στην ουσία, Νο 2 στην κοµµατική ιεραρχία.
Η εκλογή του ωστόσο υπήρξε κάτι παραπάνω από περιπετειώδης, αφού «σηµαδεύτηκε» από την πιο µεγάλη εσωκοµµατική κρίση, στη µέχρι τότε ιστορία του Κινήµατος, καθώς υπήρξε ισχυρή αµφισβήτηση, στην επιλογή του ιστορικού ηγέτη, από προβεβληµένα κοµµατικά στελέχη, που αντιπρότειναν τον Παρασκευά Αυγερινό.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου όµως, δεν ανήκε σ’ εκείνους που αποδέχονταν τέτοιες πιέσεις και «σήκωσε το γάντι», προαναγγέλλοντας ρήξη και επανίδρυση του χώρου, σε περίπτωση που δε γινόταν αποδεκτή η πρόταση του. Την «παρτίδα», σ’ εκείνη την οριακή στιγµή, έσωσε ο Γιώργος Γεννηµατάς, που συντάχθηκε, παρά τις επιφυλάξεις του, µε την πρόταση-εισήγηση του προέδρου.