Απαιτούνται ριζοσπαστικές θεσμικές παρεμβάσεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους
Με την θεμελιώδη όμως συνθήκη ότι στη χώρα αυτή οι κοινωνικοί θεσμοί λειτουργούν εύρυθμα, υπάρχει κράτος δικαίου και το πολιτικοοικονομικό σύστημα δεν είναι διεφθαρμένο. Αυτή η σημαντική συνθήκη φαίνεται να μην ισχύει στην περίπτωση της χώρας μας. Η μείωση του δημοσίου χρέους και η δυνατότητα της χώρας μας να το εξυπηρετεί, εξαρτάται από την δημιουργία αξιόλογων πρωτογενών πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό. Δηλαδή, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο και το κουαρτέτο δίνουν την εντύπωση ότι η εμφάνιση πρωτογενών κρατικών πλεονασμάτων, ως από μηχανής θεός, θα επιφέρει την αυτόματη ελάττωση του δημοσίου χρέους.
Τι είναι όμως το πρωτογενές αποτέλεσμα; Το πρωτογενές αποτέλεσμα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ κρατικών δαπανών και εσόδων, χωρίς τα τοκοχρεολύσια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους να περιλαμβάνονται στις δαπάνες. Όταν στις δημοσιονομικές δαπάνες δεν συνυπολογίζονται οι τόκοι και τα χρεολύσια, οι συγκεκριμένες δαπάνες αποκαλούνται πρωτογενείς. Αν τα δημόσια έσοδα υπερβαίνουν τις πρωτογενείς δαπάνες, το κράτος έχει πρωτογενές πλεόνασμα (+). Απεναντίας, αν τα δημόσια έσοδα είναι μικρότερα των πρωτογενών δαπανών, το κράτος έχει πρωτογενές έλλειμμα (-). Ως γνωστόν, οι τόκοι αφορούν την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και τα χρεολύσια την αποπληρωμή του. Την περίοδο 1992-2007 η γενική κυβέρνηση για εννέα ημερολογιακά έτη είχε πρωτογενή πλεονάσματα σωρευτικής αξίας 32,4 δις €. Παρά την ύπαρξη των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά την περίοδο 1992-2007, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 63 δις ή 70,3% του ΑΕΠ εκτινάχτηκε σε 240 δις € ή 103,1% του ΑΕΠ.
Αξιοσημείωτη είναι η διαπίστωση ότι την περίοδο 1992-2007, αν και ο μέσος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 3,6% και το κράτος πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο σε απόλυτες τιμές το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε 3,81 φορές. Τα κρατικά πρωτογενή πλεονάσματα δεν συνεπάγονται και την μείωση του δημοσίου χρέους. Στην περίπτωση της Ελλάδος, η διάρθρωση των κρατικών δαπανών, το ύψος των αφανών ελλειμμάτων, το μέρος του χρέους που απεικονίζεται σε “συμφωνίες ανταλλαγής” (swaps), οι υπερβάσεις των κρατικών δαπανών λόγω διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, κ.ά., είναι σαφέστατο ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική συμπεριφορά του δημοσίου χρέους. Για παράδειγμα, αν ο κρατικός προϋπολογισμός περιλαμβάνει «κρυφές» δαπάνες, που δεν συγκαταλέγονται στις επίσημες δημοσιονομικές δαπάνες, αναπόφευκτο είναι τα υφιστάμενα αφανή ελλείμματα να τροφοδοτούν διαχρονικά την ανοδική τάση του χρέους.
Δεδομένης της σφοδρότατης ύφεσης που διέρχεται η εθνική μας οικονομία μετά το 2008, της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας της ελληνικής κοινωνίας, των δυσβάστακτων μελλοντικών χρεών που απορρέουν από τις συμβάσεις των μνημονίων, κ.λπ., η οποιαδήποτε μεσομακροπρόθεσμη μείωση του δημοσίου χρέους, θα απαιτούσε σε ορίζοντα τουλάχιστον δεκαπενταετίας την επίτευξη μέσων ρυθμών ανάπτυξης γύρω στο 4%. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το κράτος θα συγκέντρωνε τους αναγκαίους φορολογικούς πόρους, ώστε τα πρωτογενή πλεονάσματα να επαρκούσαν για την πολυπόθητη δραστική μείωση του κρατικού χρέους. Και τούτο δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις θα προέβαιναν στις απαιτούμενες θεσμικές παρεμβάσεις, αποσκοπώντας στο νοικοκύρεμα της δημόσιας διοίκησης, στην πάταξη της διαφθοράς, στον περιορισμό των έκνομων παραοικονομικών δραστηριοτήτων, κ.λπ. Ωστόσο, το φλέγον ερώτημα είναι: Η χώρα μας πληροί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για να πετύχει την επόμενη δεκαπενταετία μέσους ετήσιους αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 4%;
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης