Για να είμαστε δίκαιοι, σε σχέση και µε όσα αναφέραμε στο φύλλο του περασμένου Σαββάτου, για τις δημοσκοπήσεις και τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των προβλέψεων τους, τα τελευταία χρόνια, πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη αντικειμενικών προβλημάτων, που δεν προέκυψαν στα χρόνια της κρίσης, σε σχέση µε τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, που δυσκολεύουν εκ των πραγμάτων, το έργο και των δημοσκόπων ή, εν ευρεία εννοία, των επικοινωνιολόγων.
Τα προβλήματα αυτά άρχισαν να διαφαίνονται στις εκλογές της 5ης Οκτωβρίου 2009, όταν, για πρώτη φορά, σε αυτή την έκταση, παρατηρήθηκε μια αδυναμία εντοπισμού της πραγματικής διαφοράς, ακόμη και στις λεγόμενες «δημοσκοπήσεις εξόδου».
Βεβαίως, ήταν σαφές εξ αρχής, το δημοσκοπικό προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, όμως η θηριώδης διαφορά των 11 ποσοστιαίων μονάδων, αιφνιδίασε, πρωτίστως, τους ειδικούς. Η έκπληξη έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν, στη βαθύτερη ανάλυση των παραμέτρων, του εκλογικού αποτελέσματος, διαπιστώθηκε ότι το ΠΑΣΟΚ έφτασε στο 45%, µε τον ίδιο, σε απόλυτα μεγέθη, αριθμό ψήφων, που είχε αποσπάσει και στις προηγούμενες εκλογές, του 2007, όταν δεν είχε φτάσει καν το 38% και είχε χάσει τις εκλογές, µε αποτέλεσμα να τεθεί και θέμα ηγεσίας.
Τι είχε συμβεί; Μια ασυνήθιστη, σε μέγεθος, αποχή που, επειδή προερχόταν αποκλειστικά από ψηφοφόρους της ΝΔ, δυσαρεστημένους από την απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραµανλή, να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές µε προδιαγεγραμμένη την ήττα του κόμματός του, προσέδωσε υπερβολικές διαστάσεις, μιας πλασματικής δύναμης, στην, προεξοφλημένη έτσι κι αλλιώς, νίκη του ΠΑΣΟΚ.
Ήταν τα πρώτα προανακρούσματα των σεισμικών μεταβολών που η οικονομική κρίση και στο επίπεδο της πολιτικής ζωής, στη διάρθρωση των πολιτικών δυνάμεων και συσχετισμών. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη εκλογική αναμέτρηση, εκείνη του Οκτωβρίου 2009, που διεξήχθη στη σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είχε αρχίσει να πλήττει και την Ευρώπη, αν και οι πολίτες, όπως φάνηκε, ήταν ακόμη ανυποψίαστοι, για ότι θα ακολουθούσε.
Όταν πια φτάσαμε στην επόμενη εθνική εκλογική αναμέτρηση, είχαν ήδη προκύψει νέα πολιτικά δεδομένα και γεγονότα, αδιανόητα για την προ κρίσης περίοδο, όπως η ανατροπή ενός εκλεγμένου Πρωθυπουργού (διότι περί αυτού επρόκειτο κι ας προσποιούνται ότι δεν το αντελήφθησαν ορισμένοι) και το σχηματισμό μιας ευρύτερης συμμαχικής κυβέρνησης, υπό τον εξωκοινοβουλευτικό τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο.
Μια κυβέρνηση, που σηματοδότησε τη μνημονιακή στροφή του μέχρι τότε σφόδρα αντιμνημονιακού Αντώνη Σαμαρά, για την οποία ο ίδιος ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, είχε αποκαλύψει, εντός της Βουλής, χωρίς ποτέ να έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα, ότι υπήρξε προϊόν επιβολής των δανειστών και Ευρωπαίων εταίρων µας.
Παρ’ ότι όμως τα σημάδια ήταν εμφανή, ούτε οι εταιρίες μετρήσεων της κοινής γνώμης κατάφεραν να συλλάβουν το βάθος και τη δυναμική των συντελούμενων διεργασιών, τουλάχιστον στην έκταση που είδαμε στις εκλογές του Μαΐου 2012 και δεν πιστεύαμε στα µάτια µας.
Ήταν η μέρα «D-day για την ελληνική πολιτική ζωή, καθώς ο μέχρι τότε πανίσχυρος δικομματισµός, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που είχε φτάσει αθροιστικά μέχρι και 90% (στις εκλογές του 2000) συρρικνώθηκε δραματικά, σ’ ένα συνολικό άθροισμα, που μόλις έφτανε το 35%!.
Ήταν η αρχή του τέλους, του παλιού δικομματισµού, µε την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.