Ανάπτυξη 3% και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επαρκούν για τη μείωση του χρέους; (2)

Από την ανάλυση του χθεσινού μας άρθρου συνάγεται το ουσιώδες συμπέρασμα ότι η μείωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, εξαρτάται άμεσα και καθοριστικά από το επίπεδο των πρωτογενών κρατικών πλεονασμάτων και τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ελληνικής οικονομίας. Αν το πρωτογενές κρατικό πλεόνασμα καλύπτει τους τόκους και ένα μέρος των χρεολυσίων, σαφές είναι ότι το απόλυτο μέγεθος του δημοσίου χρέους θα ακολουθεί πτωτική πορεία. Το καίριο ερώτημα που απασχολεί το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο και τους τεχνοκράτες του κουαρτέτου είναι: Ποιο θα πρέπει να είναι το επίπεδο του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης και ποιος ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας, που θα συντελούσαν στην ελάττωση του δημοσίου χρέους της χώρας;
Παρατηρήσεις: Για τα έτη 2015, 2016 και 2017 πηγή των στοιχείων είναι η Εισηγητική Έκθεση του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού του 2017. Οι προβλέψεις της περιόδου 2017-2024 βασίζονται στις υποθέσεις του σεναρίου που περιγράφουμε στο κείμενο του άρθρου. Το δημόσιο χρέος της χώρας καθρεφτίζεται στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Το πρωτογενές πλεόνασμα αφορά τη γενική κυβέρνηση.
Το σενάριο που πρόκειται να εξετάσουμε είναι ποια θα είναι η εξέλιξη του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης κατά την περίοδο 2017-2024, υποθέτοντας ότι τα πρωτογενή κρατικά πλεονάσματα θα αποτελούν το 3,5% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) κάθε χρόνο και ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας θα είναι 3%. Το σενάριό μας απεικονίζεται στα στοιχεία του πίνακα. Τα στοιχεία του πίνακα έχουν υπολογιστεί βάσει της υιοθέτησης των εξής πέντε υποθέσεων: 1) Το πρωτογενές πλεόνασμα υπολογίζεται με κριτήριο τη “Μεθοδολογία της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης”. 2) Για την περίοδο 2017-2024 υποθέτουμε μέσο ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού 0,8% και μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του ονομαστικού ΑΕΠ 3,8%. 3) Με γνώμονα την δεύτερη υπόθεση, προκύπτει ότι την περίοδο 2017-2024 η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται με 3% κάθε χρόνο. 4) Υποτίθεται ότι οι δαπάνες σε τόκους για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα κυμανθούν στα χαμηλά επίπεδα που απεικονίζονται από τα στοιχεία του πίνακα. Και 5) Οι “καταπτώσεις εγγυήσεων” θα κυμανθούν στα χαμηλά επίπεδα των 2,5 δις €.
Το κεφαλαιώδες συμπέρασμα που προκύπτει από το σενάριο που περιγράφεται στον πίνακα, είναι ότι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 3% και πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης 3,5% ως προς το ΑΕΠ, δεν επαρκούν για την ονομαστική μείωση του δημοσίου χρέους. Την περίοδο 2017-2024 προβλέπεται η αύξηση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης από 330,1 σε 365,0 δις €. Ναι μεν την περίοδο 2017-2024 ο λόγος δημόσιο χρέος/ ΑΕΠ από 182,6 προβλέπεται να πέσει στο 155,5%, αλλά αυτή η μείωση προϋποθέτει την μόνιμη υποταγή της χώρας στα μνημόνια και την εκπλήρωση αρκετών άλλων προϋποθέσεων, όπως είναι η εκρίζωση της πολιτικοοικονομικής διαφθοράς, η πάταξη των έκνομων παραοικονομικών δραστηριοτήτων, κ.λπ. Το ανωτέρω σενάριο είναι εξαιρετικά αισιόδοξο. Η ελληνική οικονομία θα καταφέρει την περίοδο 2017-2024 να αναπτύσσεται με 3% κάθε χρόνο, να κτυπηθούν στη ρίζα τους τα φαινόμενα διαφθοράς και να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η άνομη παραοικονομία; Για παράδειγμα, αν ο μέσος ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός ήταν 1,8% και όχι 3,8%, τότε το 2024 το ονομαστικό ΑΕΠ θα ήταν 204,6 δις και ο λόγος δημόσιο χρέος/ΑΕΠ θα ανερχόταν σε 178,4%. Πολλά τα αν που θα πρέπει να εκπληρωθούν, ώστε η χώρα να εξέλθει από την παρατεταμένη οικονομική-δημοσιονομική δυσπραγία που την μαστίζει μετά το 2008.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης