Της Ελένης Τσερεζόλε
Η σε εξέλιξη προκλητική τουρκική επιθετικότητα αποκαλύπτει (ξανά) τις μεγάλες αδυναμίες της σημερινής κυβέρνησης (και) στην εξωτερική πολιτική. Ήδη η επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, στις αρχές του Ιανουαρίου είχε καταδείξει τα σοβαρά προβλήματα ενώ οι επαφές με την τουρκική πλευρά είχαν αποτυπώσει το έλλειμμα στρατηγικής στις διμερείς σχέσεις. Την έλλειψη συνέχειας σε σχέση με την προηγούμενη, εξωστρεφή, ανεξάρτητη, ενεργητική εξωτερική της κυβέρνησης Τσίπρα, που είχε καταφέρει, πέρα από το επίτευγμα της συμφωνίας των Πρεσπών, να καταστεί η χώρα σοβαρός παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, ανάχωμα στις τουρκικές προκλήσεις.
Η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί να συνεχίσει αυτή την πολιτική, της διαπραγμάτευσης αλλά και των “κόκκινων γραμμών” έναντι της Τουρκίας, εφαρμόζοντας, και σε αυτόν τον τομέα, το “βλέποντας και κάνοντας”. Είναι άραγε τυχαίο ότι λίγες ώρες μετά από τη λήξη της συνόδου κορυφής της ΕΕ, όπου ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε το θέμα της τουρκικής προκλητικότητας, η Τουρκία προχώρησε στη νέα προκλητική navtex;
Στον αντίποδα, την Τρίτη, ο τέως πρωθυπουργός, αφού ζήτησε η κυβέρνηση να κάνει ό,τι έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβριο του 2018, όταν η φρεγάτα Νικηφόρος Φωκάς απέτρεπε τουρκικό πλοίο από το να πραγματοποιήσει έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, συγκάλεσε σε έκτακτη σύσκεψη τη στρατιωτική ηγεσία της περιόδου διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, για να εξετάσουν τις εξελίξεις. Χθες, ο ίδιος στη Βουλή στηλίτευσε την απουσία του Κ. Μητσοτάκη, την έλλειψη ενημέρωσης και την εμμονή της κυβέρνησης στη στοχοποίηση των πολιτικών της αντιπάλων αντί να επιδιώκει εθνική ενότητα.
Η διαφορά στάσης των δύο κυβερνήσεων απέναντι στην τουρκική απειλή είναι ολοφάνερη. Όσο κι αν τα χορτασμένα ΜΜΕ επιχειρούν να εξωραΐσουν την κατάσταση, το “γκριζάρισμα” των συμφερόντων της χώρας καλά κρατεί…