Έντονες απορίες προκαλεί η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), για την Ελλάδα, η οποία συντάχθηκε μετά την ολοκλήρωση των επαφών που είχε η επικεφαλής των στελεχών του Ταμείου κυρία Ντέλια Βελκουλέσκου στη χώρα μας.
Το Ταμείο, πέρα από τις γνωστές «συνταγές» για μεταρρυθμίσεις και ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, προβαίνει σε προτάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η μείωση των υφιστάμενων συντάξεων.
Προκαλεί απορία η πρόταση αυτή διότι θυμήθηκα πως στις 15 Ιουνίου 2015 η εκπρόσωπος της Κομισιόν Ανίκα Μπράιτχαρτ διέψευσε την κυβέρνηση ότι ζητήθηκαν ονομαστικές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, τονίζοντας ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας αποτελεί ένα από τα ακριβότερα στην Ευρώπη. Επίσης, επεσήμανε ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση αφορά τη σταδιακή κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδότησης, την παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης και την άρση των εσφαλμένων κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση. Σχετικά με τους μισθούς δήλωσε ότι δεν ισχύει πως οι θεσμοί ζητούν νέες μειώσεις μισθών. Αντιθέτως, όπως είπε, ζητούν εκσυγχρονισμό του μισθολογίου στο δημόσιο τομέα με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο.
Ακόμα, θυμήθηκα ότι την επομένη (16 Ιουνίου 2015) διάβασα πως ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Κ. Γιουνκέρ, παρουσία του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεών τους, είπε, μεταξύ άλλων, ότι αυτό που τον ενδιαφέρει «είναι ο ελληνικός λαός και όχι η ελληνική κυβέρνηση, η οποία λέει στους ψηφοφόρους πράγματα που δεν συμβαδίζουν με αυτά που είπε ο ίδιος στον Έλληνα πρωθυπουργό» και πρόσθεσε ότι « και ο ίδιος δεν είναι υπέρ της αύξησης του ΦΠΑ στα φάρμακα και του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα».
Η τελευταία δήλωση του κ. Γιουνκέρ όξυνε ακόμα περισσότερο τους προβληματισμούς μου, διότι τώρα διάβασα ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών επιμένουν σε αυξήσεις των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος ,καθώς αμφισβητούν το σχέδιο για τον μηδενισμό του ελλείμματος των ΑΠΕ και αμφισβητούν ουσιαστικά τον νόμο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2016, στο πλαίσιο της εφαρμογής της μνημονιακής δέσμευσης για αναμόρφωση της αγοράς των ΑΠΕ στη βάση της διασφάλισης της βιωσιμότητάς της, ώστε να μη δημιουργούνται ελλείμματα.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, για την κάλυψη του ελλείμματος ύψους 350 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τις τότε προβλέψεις του Ιουνίου, θέσπισε τέλος προμηθευτή μεταβιβάζοντας το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και ουσιαστικά στη ΔΕΗ που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς (89%).