Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΒΙΑΖΕ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Μουδιασμένη εμφανίζεται ακόμη η κοινή γνώμη με την αρρωστημένη δράση του «δράκου» του Αμαρουσίου, που βρίσκεται ήδη στη φυλακή, όμως πολλά χρόνια πριν είχε προηγηθεί μια άλλη πολύ πιο φρικιαστική υπόθεση που εξακολουθεί να συγκλονίζει μέχρι και σήμερα το πανελλήνιο.
Ο λόγος για τον Κυριάκο Παπαχρόνη, έναν από τους μεγαλύτερους «δράκους» που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Ο έφεδρος αξιωματικός στην 5η Μοίρα των ΛΟΚ στη Δράμα ήταν ο άνθρωπος που έστηνε καρτέρι σε Δράμα, Ξάνθη και Θεσσαλονίκη, έκανε επιθέσεις σε νεαρές γυναίκες, τις βίαζε και τις σκότωνε. Συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1982 από την Ασφάλεια Δράμας και καταδικάστηκε δις ισόβια για δύο ανθρωποκτονίες από πρόθεση, τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονιών, πρόκληση επικίνδυνων σωματικών βλαβών σε δύο από τα θύματα του, δύο απόπειρες βιασμού, μια κλοπή και δέκα περιπτώσεις οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Τελικά, αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 2004 έχοντας εκτίσει την ποινή του.

Έκτοτε, η ζωή του έχει αλλάξει ριζικά και όσοι τον γνωρίζουν κάνουν λόγο για ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Ο ίδιος δεν δίνει πλέον το παραμικρό δικαίωμα έχοντας ζητήσει μάλιστα δημόσια συγνώμη από τα θύματά του.
Ο μεσήλικας με τα μαύρα γυαλιά που ζει πλέον μόνιμα στη Λάρισα, ήταν μέχρι πριν λίγα χρόνια μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της Ελλάδας. Πλέον στα 55 του, 12 χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, ο Κυριάκος Παπαχρόνης περνά απαρατήρητος ενώ δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει πλήρως τη θέση του στην τοπική κοινωνία της θεσσαλικής πόλης.

Ακόμη και όσοι τον ήξεραν δυσκολεύονται πλέον να τον αναγνωρίσουν. Ο ίδιος μιλάει με λίγους, συναναστρέφεται με ελάχιστους ενώ συχνάζει για ποτό και καφέ σε μαγαζιά της οδού Φιλελλήνων, Δήμητρας και Ηφαίστου.
Κλεισμένος στον εαυτό του αποφεύγει να μιλά για το παρελθόν του και όταν τον πλησιάζουν να για να τον ρωτήσουν κάτι σχετικό αρνείται ευγενικά και αλλάζει κουβέντα.

Όταν στις 8 Δεκεμβρίου 2004 – μετά από 22 χρόνια- ο Παραχρόνης έκλεινε για πάντα την βαριά πόρτα των φυλακών είχε πάρει ήδη την απόφασή του να μείνει μόνιμα στην Λάρισα.
Αυτό το έκανε, όπως εκμυστηρεύεται σε δικούς του ανθρώπους, γιατί είχε αρκετούς φίλους και φίλες και που θα το βοηθούσαν να σταθεί στα πόδια του. Όταν βγήκε η ελεύθερη ζωή άρχισε να τον μεταμορφώνει. Έβαλε κιλά και έβαψε τα λευκά μαλλιά του κατάμαυρα, ενώ στο μικρό σπίτι στο οποίο ζει στη Νεάπολη περνά τις ώρες διαβάζοντας και ζωγραφίζοντας αγιογραφίες.
Οικονομικά τα έβγαζε πάντα δύσκολα πέρα. Κατά καιρούς δούλεψε σε εργοστάσιο της περιοχής ενώ κάποια χρήματα έβγαλε και από την πώληση αγιογραφιών. Είχε κάνει και άλλες απόπειρες για να βγάλει τα προς το ζην. Όταν βγήκε από την φυλακή από τις έξι βαλίτσες που κουβαλούσε, οι δύο είχαν τα ρούχα του και οι υπόλοιπες σταυρουδάκια που έφτιαχνε όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή και εργόχειρα.

Σκόπευε να τα πουλήσει σε μοναστήρια προς 4 ευρώ το ένα. Θα μάζευε περίπου 80.000 ευρώ για να μπορέσει να ζήσει» περιγράφει φίλος του και συμπληρώνει «Μέσα από τη φυλακή, έδινε σε μοναστήρια όμως όταν βγήκε έξω και προσπάθησε ο ίδιος να προωθήσει τη δουλειά του κανένας δεν τα αγόραζε και έτσι του έμειναν στο σπίτι».
Και η αυτοβιογραφία του, δεν κατάφερε να εκδοθεί ποτέ αφού η γλώσσα που χρησιμοποιούσε και τα σημεία στα οποία έδινε έμφαση δεν… ενδιέφεραν κανέναν εκδότη.